Στενές συναντήσεις
σε καιρό πολέμου
Μια Γερμανίδα Κόμισσα ανακάλυψε πως ο πατέρας της, διοικητής των Γερμανικών δυνάμεων στην Πάρο για σύντομο διάστημα κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ο ηγούμενος της μονής Λογγοβάρδας ο μακαριστός Φιλόθεος Ζερβάκος, που στη συνέχεια αγιοποιήθηκε, έσωσαν τις ζωές 125 Παριανών τον Ιούλιο του 1944.
από την Katherine Clark
Δευτέρα, 26 Φεβρουαρίου 2024, στις 19:00
Στο Δημοτικό Κέντρο Τεχνών (Κτήριο Δημητρακόπουλου)
Μια έκτακτη συνάντηση, την άνοιξη του 1944, μεταξύ του ηγουμένου Φιλόθεου Ζερβάκου της μονής Λογγοβάρδας και ενός Γερμανού διοικητή απέτρεψε την εκτέλεση 125 Παριανών που αντιστέκονταν στη ναζιστική κατοχή. Η Κάθριν Κλαρκ, συγγραφέας των βιβλίων “Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ένας Απλός Οδηγός” και “Το Μέρος που είναι Σπουδαίο“, μας προσφέρει μια ζωντανή και συναρπαστική περιγραφή αυτού του επεισοδίου και της παριανής γενναιότητας και αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κάθριν Κλαρκ
Κλείνοντας τον Κύκλο
H ιστορία του Νικόλα Στέλλα είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όσους ασχολούνται με την ιστορία του νησιού: το αγροτόπαιδο από τα Δαμάλια της Πάρου που έkane χρέη οδηγού σε ομάδα Άγγλων και Ελλήνων κομμάντος που έφθασαν στο νησί τον Μάιο του ’44 που πλήρωσε την αντιστασιακή του πράξη με τη ζωή του. Αυτό που δεν είναι πολύ γνωστό είναι οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης ενέργειας στην Παριανή κοινότητα της εποχής όπως και οι κυματισμοί που ξεσήκωσε και που συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να ανασαλεύουν τα νερά της εποχής μας. Η Αμερικανο-Γερμανίδα συγγραφέας και μεταφράστρια Katherine Clark με την ενδελεχή της έρευνα γύρω από τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο έρχεται να καλύψει ορισμένα από τα κενά των γνώσεων μας και να μας δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο που σημαδεύτηκαν οι ζωές κάποιων εκ των πρωταγωνιστών των επεισοδίων αυτών και όσων τους διαδέχτηκαν. Ακολουθεί η μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου που δημιοσιεύτηκε στο Αγγλόγλωσσο περιοδικό της Παροναξίας Paros Life & Naxos Life στις αρχές Ιουλίου.
Μετά τη δολιοφθορά του αεροδρομίου από Άγγλους και Έλληνες καταδρομείς τον Μάιο του 1944, το φόνο δύο ασυρματιστών και το σοβαρό τραυματισμό του διοικητή της φρουράς του αεροδρομίου Tabel, οι Γερμανοί, σύμφωνα με την πάγια τακτική τους εκείνη την εποχή, απαίτησαν την επιβολή αντιποίνων: οι κοινοτάρχες της Πάρου και της Αντιπάρου διατάχθηκαν να παραδώσουν τα ονόματα 125 νέων που θα εκτελούνταν προς παραδειγματισμό και συμμόρφωση των υπολοίπων. Η επιβολή μιας τόσο σκληρής ποινής θα αποτελούσε πλήγμα για οποιοδήποτε μέρος και για ένα μικρό νησί όπως η Πάρος, της οποίας ένα μεγάλο μέρος του ενεργού ανδρικού πληθυσμού είχε εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, θα ήταν καταστροφή. Ο υπεύθυνος για την εκτέλεση της ποινής ήταν ο Ταγματάρχης Georg Graf (Κόμης) von Merenberg, ο αντικαταστάτης του Tabel στη στρατιωτική διοίκηση του νησιού και ο διοικητής της φρουράς του Γερμανικού αεροδρομίου.
Ο von Merenberg ήταν ένας ασυνήθιστος άνθρωπoς. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από τη Ρωσική αριστοκρατία, και μεταξύ των προγόνων του συγκαταλέγονταν ο Τσάρος Αλέξανδος ΙΙ και ο μεγάλος Ρώσος ποιητής Πούσκιν. Από την πλευρά του Γερμανού πατέρα του προερχόταν από μια στρατιωτική οικογένεια της παλιάς σχολής. Περιφρονούσε και απεχθανόταν τους άξεστους, μικροπρεπείς Ναζί και τις βάρβαρες και άνομες μεθόδους τους και ποτέ δε δίστασε να τους κάνει τα αισθήματά του σαφή. Στο παρελθόν είχε αναγκαστεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του δυο φορές μπροστά σε στρατοδικείο: την πρώτη φορά επειδή δεν είχε κάνει χρήση του Ναζιστικού χαιρετισμού και τη δεύτερη επειδή είχε εμπλακεί σε καυγά με μέλος του κόμματος των Ναζί που είχε ρίξει στο έδαφος.
Η μέθοδος των αντιποίνων – η εκτέλεση ενός μεγάλου αριθμού αμάχων ως αντεκδίκηση για τη δολοφονία Γερμανών στρατιωτών – προκαλούσε αισθήματα αηδίας στον von Merenberg. Τα δικά του πιστεύω περιλάμβαναν την επίδειξη ευπρέπειας εντός των πλαισίων της Γερμανικής πολεμικής παράδοσης, την αυτοπειθαρχία, το θάρρος, την εντιμότητα, την υπακοή στους ανωτέρους, την επίδειξη ιπποτικής και ανθρωπιστικής συμπεριφοράς και την εν γένει πολιτισμένη στάση απέναντι σε όσους δεν συμμετείχαν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ένας αξιωματικός μπορούσε να είναι σκληρός, αλλά όχι απάνθρωπος, μπορούσε να σκοτώσει κατά τη διάρκεια μιας μάχης, αλλά όχι και να δολοφονήσει. Όταν ήταν ακόμα λοχαγός στη Ρωσία το χειμώνα του 1941-42, είχε παρέμβει για να γλυτώσει τη ζωή τριών νεαρών πιλότων που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο δια τουφεκισμού εξαιτίας των παραπόνων που είχαν εκφράσει για την ποιότητα των χειμερινών ενδυμάτων και του εξοπλισμού που τους είχαν δώσει και για αστεία που είχαν κάνει εις βάρος των Χίτλερ και Μουσολίνι.
Ο von Merenberg ήταν persona non grata για την ανώτερη ιεραρχία των Ναζί και ο φάκελος του περιλάμβανε moratorium κατά της προαγωγής και της λήψης στρατιωτικής σύνταξης. Μόλοταυτα, ως ικανός αξιωματικός και εκπαιδευμένος πιλότος της Luftwaffe, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για την επίβλεψη της κατασκευής ενός αεροδιάδρομου στην Πάρο, η οποία βρισκόταν μακριά από τα κύρια θέατρα του πολέμου, όπου συνάδελφοι του αξιωματικοί προωθούσαν τις καριέρες τους. Ήταν ένας ψηλόσωμος (το ύψος του έφτανε τα 1,95 μ.), ευπαρουσίαστος άνδρας, ενώ την αυστηρή του όψη πλαισίωναν λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Παρόλες τις αντιρρήσεις που έτρεφε για το σύστημα των αντιποίνων ο von Merenberg ήταν εκ των πραγμάτων αναγκάσμένος να εκτελεί τις εντολές που είχαν ως αφετηρία τον ίδιο τον Χίτλερ. Οι αξιωματικοί που δεν συμμορφώνονταν με τις εντολές εκτελούνταν.
Οι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων της Πάρου και Αντιπάρου, ο κλήρος και επιφανείς Παριανοί – συμπεριλαμβανομένου του Φιλόθεου Ζερβάκου, ηγούμενου της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας – εσχηματίσαν μια μικρή ομάδα για τη σωτηρία των 125 καταδικασθέντων. Με διακριτικότητα έθεσαν το πρόβλημά τους σε έναν από τους υφισταμένους του von Merenberg, τον φρούραρχο υπολοχαγό Zasse. Αυτός τους ενημέρωσε επισήμως πως δεν υπήρχαν πολλές ελπίδες, πως ο von Merenberg ήταν αμετάπειστος. Παρόλα αυτά, ανεπίσημα, τους είπε πως θα μπορούσαν να προσκαλέσουν τον διοικητή von Merenberg στη μονή Λογγοβάρδας, όπου ενδεχομένως η συζήτηση θα διεξαγόταν με μεγαλύτερη άνεση, με λιγότερη επισημότητα. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τη σημασία αυτής της προτροπής όσον αφορά την τελική τροπή που πήραν τα πράγματα. Για τον von Merenberg το να διαπραγματευτεί με κοινοτάρχες ή άλλους πολιτικούς αντιπροσώπους ενός κατεχόμενου πληθυσμού θα ισοδυναμούσε με προδοσία. Αλλά δεν μπορούσε να υπάρξει αντίρρηση στο να επισκεφτεί η ανώτερη Γερμανική διοίκηση μια μονή όπου θα είχε συνομιλίες με τον ηγούμενό της. Ο von Merenberg ήταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος με ενδιαφέρον για τα έθιμα, την αρχιτεκτονική, την τέχνη και την ιστορία του τόπου – και επιπλέον είχε μια μητέρα που ήταν Ρωσο-ορθόδοξη.
Ο ηγούμενος της μονής Φιλόθεος Ζερβάκος, χωρίς να χρονοτριβήσει, απηύθυνε την πρόσκληση στη Γερμανική διοίκηση και ο von Merenberg κατέφθασε στη μονή νωρίς το επόμενο πρωΐ, την Κυριακή 23 Ιουλίου 1944, με τη συνοδεία έξι αξιωματικών και στρατιωτών και ένα διερμηνέα. Ο von Merenberg έδειχνε αγέρωχος, απομακρυσμένος και απροσπέλαστος. Παρόλα αυτά, οι μοναχοί υποδέχτηκαν τους Γερμανούς επισκέπτες με τα γνώριμα αισθήματα Ελληνικής φιλοξενίας και περισσή Χριστιανική αγάπη. Αφού ξεναγήθηκαν στη βιβλιοθήκη και τα εργαστήρια της αγιογραφίας και της βιβλιοδεσίας της μονής, οι Γερμανοί εκάθησαν να geumatίsoun sthn trάpaza της μονής. Λόγω των εξαιρετικών συνθηκών υπό τις οποίες διεξαγόταν η συγκεκριμένη συνάντηση, αποφασίστηκε να αρθεί η απαγόρευση της κρεατοφαγίας που ίσχυε στη μονή και εκτός από τα εκλεκτά τυριά, τις ελιές, τα σύκα, τις μαρμελάδες και το μαύρο κρασί της μονής σερβιρίστηκε και αρνί – που αποτελούσε ούτως η άλλως πολυτέλεια εν μέσω των πολεμικών ελλείψεων της εποχής.
Η φιλοξενία, η φιλικότητα και η ευγένεια των μοναχών μαλάκωσαν την άκαμπτη στάση του Γερμανού διοικητή που εξέφρασε το θαυμασμό του για τον ασκητικό τρόπο της ζωής τους, την αυτοπειθαρχία, την εργατικότητα και την καλοσύνη που επιδείκνυαν όπως και τη γαλήνη που βασίλευε στη μονή. Eκτίμησε τον τρόπο με τον οποίο έπαιρναν το γεύμα τους, με τα κεφάλια τους χαμηλωμένα όσο τους διάβαζαν πνευματικά κείμενα από τον άμβωνα. Του έκαναν εντύπωση οι «βιβλικές», όπως τις είπε, φυσιογνωμίες των μεγαλύτερων αδελφών γερόντων. Σιγά-σιγά άρχισε να χαλαρώνει και να γίνεται πιο προσιτός. O στρατιωτικός o αξιωματικός Graf von Merenberg άφηνε να φανεί ο άνθρωπος που κρυβόταν πίσω από τη στολή. Η σχέση του με τον ηγούμενο άρχισε να θερμαίνεται, ο ηγούμενος μάλιστα αναφέρει πως από εκείνη την ώρα είχαν, μπορεί να πει κανείς, μια φιλική σχέση.
Στη συνέχεια ο διοικητής και η ακολουθία του παρακολούθησαν τον εσπερινό, όπου έγινε δέηση για τη σωτηρία των μελλοθάνατων αδελφών. Μετά, κατά το έθος της Μονής, τους προσφέρθηκαν καφές και γλυκίσματα του κουταλιού. Σε αυτό το σημείο συνέβηκε κάτι τo εντελώς αναπάντεχο. Μεταξύ των εικόνων και των πορτραίτων των πρώην ηγούμενων της μονής που κοσμούσαν το χώρο υποδοχής to “arcontarίki”, opwV to lένε sta monastήρia, υπήρχε ένα κάδρο με την εικόνα ενός παραθαλάσσιου χωριού. Το είχαν φέρει στην Πάρο δύο Ρώσοι μοναχοί μετά τη διάλυση του μοναστηριού τους κατά τη διάρκεια της Ρωσικής επανάστασης. Ο von Merenberg περιεργάστηκε προσεκτικά το κάδρο για αρκετή ώρα. Στη συνέχεια ανακοίνωσε στους έκπληκτους μοναχούς πως επρόκειτο για το χωριό της μητέρας του στη Γιάλτα της Κριμαίας, στις όχθες της Μαύρης θάλασσας (η Γιάλτα προέρχεται από τη λέξη Γιαλό: η πόλη είχε ιδρυθεί από αρχαίους Έλληνες αποίκους).
«Δεν ξέρετε πόσο με συγκινεί» τους είπε. «Εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαίρια – μια πολύ ευτυχισμένη περίοδο». Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων θα πρέπει αναμφίβολα να είχε παρακολουθήσει Ορθόδοξες ακολουθίες με τη Ρωσίδα μητέρα και τη γιαγιά του – να είχε παραβρεθεί σε οικογενειακούς γάμους, βαπτίσια και κηδείες και να είχε παρακολουθήσει την Κυριακάτικη λειτουργία. Τέτοιου είδους εμπειρίες φυσικό ήταν να του είχαν εμφυσήσει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για το ορθόδοξο πνεύμα που διαπερνούσε τη μονή της Λογγοβάρδας. Όπως θα διηγούνταν αργότερα ο ηγούμενος Φιλόθεος : «Η ατμόσφαιρα είχε γίνει πλέον ειρηνική και φιλική. Αισθανόμουνα ότι μπαίναμε στο χώρο του θαύματος». Είχε φτάσει η ώρα να τεθεί το θέμα των 125 καταδικασθέντων.
Καθώς ο ηγούμενος αναλογιζόταν πώς να θέσει το θέμα ο διοικητής σηκώθηκε και ετοιμαζόταν να ζητήσει την άδεια να αποχωρήσει ευχαριστώντας τον για τη φιλοξενία που του είχε προσφέρει. Αφήνοντας να φανούν οι καλοί του τρόποι προσφέρθηκε να βοηθήσει τη μονή με όποιον τρόπο μπορούσε, υποσχόμενος να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε χάρη του ζητούσε ο ηγούμενος. Ο ηγούμενος Φιλόθεος Ζερβάκος αναθάρρησε. Ζήτησε να φύγουν όλοι από το δωμάτιο εκτός από το διερμηνέα, μοναχό Νεκτάριο. Αφού μείναν μόνοι τους, ο ηγούμενος ευχαρίστησε το διοικητή για την ευγενική προσφορά και του ζήτησε να υποσχεθεί ότι θα πραγματοποιήσει όποια χάρη και αν ζητούσε. Ο διοικητής συμφώνησε και του έδωσε το δεξί του χέρι βεβαιωτικά. Τότε ο ηγούμενος του ζήτησε τη σωτηρία των 125 μελλοθάνατων.
«Αυτό δεν γίνεται» του είπε ο von Merenberg. «Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο, αλλά δεν εξαρτάται από μένα. Έχω διαταγές από τους ανωτέρους μου. Εάν δεν τις υπακούσω θα φονευθώ εγώ. Ζήτησέ μου άλλη χάρη.» Ο ηγούμενος του απάντησε: «Εφόσον μου υποσχεθήκατε να μου κάνετε τη χάρη που θα σας ζητήσω, οφείλετε να μου την εκπληρώσετε. Εκτελέστε εμένα, αντί αυτών.» Ο διοικητής για άλλη μια φορά αρνήθηκε: κάτι τέτοιο θα ήταν ανούσιο. Τότε ο ηγούμενος του είπε: «Πρέπει να επιμείνω. Κάντε μου τουλάχιστον μια προσωπική χάρη: συμπεριλάβετε και μένα μεταξύ αυτών που θα εκτελέσετε.»
Τα πρόσωπα των δύο ανδρών αντικρίστηκαν, το σοβαρό πρόσωπο του ηγούμενου είχε κατακλυστεί από αγωνία, τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Ο von Merenberg είχε συγκινηθεί βαθύτατα από τα αισθήματα του ηγούμενου και τις εκκλήσεις του, απ’ όσα είχε δει και βιώσει εκείνη την ημέρα, από το κάδρο και τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας που του είχε γεννήσει. Μόλοταυτα αντιμετώπιζε ένα σοβαρό δίλημμα: να υπακούσει στις εντολές όπως θα έκανε ένας καλός στρατιώτης ή να προστατέψει άοπλους πολίτες όπως θα έκανε ένας αληθινός αξιωματικός – να υπακούσει και να αθετήσει τις αρχές του ή να παρακούσει και να εκτελεστεί;
Κατά βάθος ο von Merenberg και ο ηγούμενος συμφωνούσαν: και οι δυο τους γύρευαν την ίδια κατάληξη. Η δυσκολία ήταν πώς θα έφταναν έως εκεί. Στη μονή Λογγοβάρδας «στο χώρο του θαύματος» αυτή η ευκαιρία τους παρουσιάστηκε. «Ε λοιπόν σου τους χαρίζω» του είπε ο von Merenberg, «Όμως, να συστήσεις σε όλους τους κατοίκους της νήσου να μην επαναληφτούν παρόμοια γεγονότα και να μην κόψουν τα τηλεφωνικά καλώδια, γιατί θα φανώ αμείλικτος». Ο ηγούμενος συμφώνησε και του υποσχέθηκε ότι έτσι θα πράξει. Ευλόγησε τον διοικητή και του ευχήθηκε η Παναγία η Ζωοδόχος Πηγή να προστατεύει αυτόν και την οικογένεια του πάντοτε. Με αυτόν τον τρόπο ο διοικητής αποχώρησε από τη μονή εν ειρήνη και οι ζωές 125 ανθρώπων σώθηκαν.
Οι δύο άνδρες ενήργησαν σοφά. Η απόφαση του von Merenberg ήταν θαρραλέα και φιλεύσπλαχνη. Αλλά προσέβλεπε επίσης σε «πολιτικά» οφέλη. Η εκτέλεση 125 ατόμων θα γεννούσε άσβεστο μίσος στον τοπικό πληθυσμό, που θα ήταν περισσότερο ατίθασος, επαναστατικός και επικίνδυνος για τους κατακτητές από ποτέ. Ο ηγούμενος της μονής Λογγοβάρδας, ο εξέχων εκφραστής του Παριανού αισθήματος και της πνευματικής ζωής της εποχής εκείνης, ενσάρκωνε μια μοναδική ευκαιρία για την εξεύρεση ενός συμβιβασμού – τον οποίο συμβιβασμό ο διοκητής δεν μπορούσε να ρισκάρει προσπαθώντας να έρθει σε συννενόηση με τους αιρετούς άρχοντες του νησιού. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο διοικητής μπορούσε να προσβλέπει στο τέλος των πράξεων δολιοφθοράς κατά του αεροδρομίου και την ολοκλήρωση των εργασιών κατασκευής του. Δεν υπήρχαν μονάδες SS στο νησί να τον ελέγξουν. Ο πόλεμος χανόταν για τους Γερμανούς. Ο Χίτλερ ήταν αντιμέτωπος με ολοκληρωτική καταστροφή. Οι συνεργάτες του μπορεί να μην τον ενημέρωναν καν για μια πράξη ανυπακοής που αναμφίβολα θα τον εξόργιζε.
Ο ηγούμενος περίμενε υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή, δείχνοντας στο Γερμανό διοικητή δείγματα από την καλή δουλειά της μονής, την πειθαρχία και την αυτάρκεια της, τους μόχθους που κατέβαλαν οι μοναχοί και τα αποτελέσματα αυτών. Άφησε την ήρεμη, νηφάλια όψη των μοναχών και την ιερότητα του μοναστηριακού χώρου να μαγέψουν την ψυχή και το μυαλό των Γερμανών επισκεπτών, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στη γνώση του σωστού με τη βαθύτερη έννοια να κατασταλάξει εντός των ψυχών τους. Εξέθεσε στον von Merenberg στη δύναμη της Χριστιανικής αγαπής «αυτής που ημερεύει και τα θηρία». Εναπόθεσε τις ελπίδες του στην πίστη που έτρεφε προς την Παναγία, την προστάτιδα του μοναστηριού, για να τον οδηγήσει στο ποθητό αποτέλεσμα και η πίστη του ανταμείφθηκε.
Τα αισθήματα των Γερμανών που επισκέφτηκαν τη μονή κατά τη διάρκεια του 1944 είναι αποτυπωμένα στις ευχές που έγραψαν στο βιβλίο των επισκεπτών που κρατάει ακόμα η ιερά μονή Λογγοβάρδας. Οι καταχωρήσεις στο βιβλίο των επισκεπτών κάνουν σαφές πως ο Κόμης von Merenberg απαλλάχθηκε των καθηκόντων του λίγο μετά από αυτά τα γεγονότα – πολύ πιθανόν εξαιτίας της ανυπακοής που έδειξε προς τις διαταγές. Η οικογένειά του προσπαθεί να ανασύρει τις σχετικές λεπτομέρειες από τα αρχεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που βρίσκονται στη Γερμανία.
Η μεσολάβηση της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής στην ιερά μονή που είναι αφιερωμένη σε αυτήν, η φιλεύσπλαχνη παρουσία της που αποτελεί πηγή σοφίας και καλοσύνης και η διορατικότητα όπως και η καθοδήγηση που προσέφερε στον ηγούμενο Φιλόθεο Ζερβάκο, έswsan touV 125 melloqάnatouV. H anagnόrhsh tou qάumatoV autou gιορτάζεται κάθε χρόνο στις 23 Ιουλίου, επέτειο της επίσκεψης sτη μονή Λογγοβάρδας των Γερμανών αξιωματικών το 1944.
Υπόμνημα, Γερμανία, Απρίλιος 2010
Γνωρίζοντας ότι ζω στη Γερμανία, ορισμένοι μοναχοί από τη Λογγοβάρδα μου είχαν ζητήσει προ ετών να προσπαθήσω να εντοπίσω τον Κόμη Georg von Merenberg. Κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο. Ακόμα και το όνομα «von Merenberg» ήταν αβέβαιο, καθώς ήταν γραμμένο στα Ελληνικά ή σε δυσανάγωστα Γερμανικά που ήταν γραμμένα με το χέρι και γνώριζε πολλές ορθογραφικές παραλλαγές. Έστειλα γράμματα σε πλήθος γραφείων που διατηρούσαν αρχεία του Γερμανικού στρατού χωρίς επιτυχία. Τελικά ένας Γερμανός φίλος που είχε επισκεφτεί την Πάρο εντόπισε την οικογένεια σε γενεαλογικά αρχεία της Γερμανικής αριστοκρατίας. Όπως αποδείχτηκε, ο Κόμης είχε απoβιώσει στο Wiesbaden της Γερμανίας το 1965, αλλά η κόρη του, Δρ. Clotilde von Rintelen, Gräfin (Κόμισσα) von Merenberg, ήταν ακόμη εν ζωή, παντρεμένη με τρεις γιούς και ζούσε στο Wiesbaden, κοντά στο μέρος όπου μένω και γω, όπου ασκούσε το επάγγελμα της ψυχιατρικής.
Με κάποια δόση αγωνίας τηλεφώνησα sαυτούς τους άγνωστους αριστοκράτες με την απίστευτη ιστορία μου σχετικά με τον Κόμη von Merenberg, τους μοναχούς, τον πόλεμο σ’ ένα απομακρυσμένο νησί που είχε συμβεί πριν από 66 χρόνια, την ομαδική εκτέλεση που είχε αποσωβηθεί, me thn mesolάbhsh του ηγούμενου Φιλόθεου Ζερβάκου. Η Κόμισσα συγκινήθηκε ιδιαίτερα. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε γιαυτή την ιστορία. Ήξερε μόνο πως ο πατέρας της είχε περάσει από την Πάρο και τη Νάξο κατά τη διάρκεια του πολέμου – δεν ήξερε καν πως τον είχαν στείλει να κατασκευάσει ένα αεροδρόμιο. Ο Κόμης δε μιλούσε ποτέ για τη δράση του κατά τον πόλεμο. Οι οικογένειες Γερμανών αξιωματικών ζούνε ακόμα και σήμερα με τον τρόμο πως οι γονείς ή οι παππούδες τους ενδεχομένως να είχαν κάνει φριχτά πράγματα κατά τον πόλεμο. Τι χαρά, λοιπόν, γι’ αυτή την οικογένεια να μάθει πως η σοφία και το κουράγιο του πατέρα τους είχαν σώσει ζωές σε κείνες τις φοβερές συνθήκες του πολέμου, μέσω του υγούμενου, που γρήγορα, πιστεύουμε, θα καταταγεί μεταξύ των αγίων της Ορθοδοξίας!
Με προσκάλεσαν αμέσως να τους επισκεφτώ και δε θα μπορούσαν να ήταν πιο φιλικοί και φιλόξενοι απέναντι μου. Μου διηγήθηκαν οικογενειακές ιστορίες, μου δείξαν παλιές φωτογραφίες και μου δώσαν όσο πιο πολλές πληροφορίες μπορούσαν για τον πατέρα/παππού τους. Τα περισσότερα στοιχεία που μεταφέρω εδώ για τον von Merenberg προέρχονται από αυτούς.
Κατά βάθος υπάρχουν δύο ιστορίες εδώ. Είναι πρόκληση να σταθείς εξίσου και στις δύο. Οι σκεπτικιστές λένε πως ο Κόμης και ο ηγούμενος ενήργησαν κατά έξυπνο τρόπο ακολουθώντας πολιτικά κριτήρια. Ασφαλώς και υπήρξε έξυπνος χειρισμός της κατάστασης και από τις δύο πλευρές. Οι πιστοί λένε πως η Παναγία οδήγησε και τους δυο σ’ ένα καλό αποτέλεσμα επιβραβεύοντας τους πιστούς για τις ευχές τους. Οπωσδήποτε υπάρχουν ενδείξεις και γι’ αυτό. «Συμπτώσεις συμβαίνουν όταν ο Θεός επιλέγει να παραμείνει incognito» είχε πει κάποτε ο Άλμπερτ Σβάιτσερ. Προσωπικά δε βλέπω καμία αντίθεση εδώ και ελπίζω να έχω συνδυάσει και τις δύο ερμηνείες δίχως να έχω φανεί αφελής στους σκεπτικιστές ή να μειoδoτώ σε πίστη κατά τους πιστούς!
Επίλογος, Πάρος, καλοκαίρι 2010
Η Κόμισσα και ο σύζυγός της, Enno von Rintelen, επισκέφτηκαν την Πάρο το Μάιο του 2010. Στις 30 Μαΐου παρεβρέθηκαν στο μνημόσυνο του Νικόλα Στέλλα στη Μάρπησσα, όπου η Κόμισσα, μαυροφορεμένη και εμφανώς συγκινημένη, κατέθεσε στεφάνι από κρίνα και τριαντάφυλλα στο άγαλμα του Νικόλα ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τον Παριανό λαό για τα βάσανα που υπέστη κατά τον τελευταίο πόλεμο και ως δείγμα αναγνώρισης της ευθύνης που βαραίνει τους Γερμανούς για τα τραγικά γεγονότα που οδήγησαν στην εκτέλεση του ηρωϊκού νέου. Η Κόμισσα σχεδιάζει να επιστρέψει στην Πάρο στις 23 Ιουλίου για να παραβρεθεί στους εορτασμούς που θα τελεστούν στη μονή Λογγοβάρδας προς τιμήν του πρώην ηγούμενου της μακαριστού Φιλόθεου Ζερβάκου. Και έτσι ο κύκλος κλείνει εν ειρήνη και άδολη αγάπη 66 χρόνια ύστερα από τα συνταρακτικά αυτά συμβάντα.
Να είσαι ευλογημένη, Ζωοδόχε Πηγή! Αμήν.
© 2010 Katherine Clark
Κείμενο: Katherine Clark
Η Katherine Clark είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», που κυκλοφορεί στα Αγγλικά από τις εκδόσεις Random House. Από το 1966, ζει με τον συζυγικό της κατά διαστήματα στο σπίτι τους στην Πάρο.
Μετάφραση: Ο Μασσαλιώτης
Εκδότης: Παναγιώτης Πατέλης